- λαοκατάρατος
- halkın lanetlediği
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λαοκατάρατος — η, ο (Α λαοκατάρατος, ον) αυτός τον οποίο έχει καταραστεί ο λαός, μισητός στον λαό («λαοκατάρατος βασιλιάς») … Dictionary of Greek
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek